- μονογενές
- μονογενήςthe only member of a kinmasc/fem voc sgμονογενήςthe only member of a kinneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Gloria — Das Wort Gloria ist (als gloria, „Ruhm“) ein häufiges Wort in der lateinischen Bibel und in den westkirchlichen – also römisch oder altkatholischen, evangelischen oder anglikanischen – Liturgien, kommt aber auch in den Liturgien ostkirchlicher… … Deutsch Wikipedia
Gloria in excelsis — Deo … Wikipedia Español
Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία) в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… … Википедия
τετρασπόριο — το, Ν βοτ. καθένα από τα τέσσερα ταυτόσημα σπόρια που παράγονται άμεσα από τη μειωτική διαίρεση η οποία πραγματοποιείται σε ένα τετρασποριάγγειο και η βλάστηση τών οποίων θα δώσει ένα γαμετόφυτο μονογενές ή ερμαφρόδιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
κροκαλοπαγές — Ιζηματογενές πέτρωμα, στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν χονδρόκοκκα αποστρογγυλωμένα θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, βυθισμένα σε ένα υλικό πιο λεπτόκοκκο. Αν τα θραύσματα αυτά είναι γωνιώδη, με ζωηρές ακμές, τότε το πέτρωμα αυτό… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԾՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0264 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. μονογενές unigenitum esse. Միածինն գոլ, եւ միամօրութիւն. *Եղեւ մարդկութեանս իւր՝ քրիստոսի (յն. ʼի քրիստոս) միածնութիւնն՝ վասն միաւորելոյն ընդ նմա բանին. Պրպմ. ՟Լ՟Ե:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱՄՕՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical գ. τὸ μονογενές կամ ըստ հասարակ յն. ἠ μονογενής unica, unigena.եւ ըստ սիմաքոսի՝ μονότης solitudo. Միամօր կամ որպէս միամօր եւ անտերունչ գոլն. միակութիւն. *Փրկեա՛ ʼի ձեռաց շանց զմիամօրութիւն իմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)